Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

η ταξιθέτρια

См. также в других словарях:

  • ταξιθέτης — ο, θηλ. ταξιθέτρια και ταξιθέτρα Ν 1. αυτός που ταξινομεί κάτι 2. υπάλληλος που οδηγεί τους θεατές στις θέσεις τους σε δημόσιο θέαμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τάξη / τάξις + θέτης (< τίθημι), πρβλ. στοιχειο θέτης] …   Dictionary of Greek

  • ταξιθέτης — ο θηλ. ταξιθέτρια 1. ταξινόμος. 2. υπάλληλος που οδηγεί στις θέσεις τους θεατές δημόσιου θεάματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»